- μικᾶς
- μικόςfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μίκας — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μικρολόγος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μικ τού μικρός + κατάλ. ας (πρβλ. ανθρωπωνύμιο Μίκας)] … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
άργιλος — Πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από την απόθεση των πιο λεπτομερών υλικών που αιωρούνται μέσα στο νερό. Αυτά τα πάρα πολύ μικρά τεμαχίδια προέρχονται από την αποσάθρωση διαφόρων πετρωμάτων, που περιέχουν κυρίως ένυδρα πυριτικά ορυκτά του… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
μικανίτης — ο (ηλεκτρολ.) μονωτικό υλικό που παρασκευάζεται με συσσωμάτωση τών φυλλαρίων τής μίκας με βερνίκια τα οποία έχουν ως βάση φυσικές ρητίνες ή συνθετικά υλικά … Dictionary of Greek
ασβεστοκερατίτης — Ασβεστολιθικό πέτρωμα που μέσα στη μάζα περικλείει άφθονους και αρκετά ευδιάκριτους κρυστάλλους χαλαζία, αστρίων, πυροξένων, αμφιβόλων, μίκας και άλλων πυριτικών ορυκτών. Ο ιστός του πετρώματος έχει πορφυριτική όψη και ο σχηματισμός του… … Dictionary of Greek
μίκα ή μαρμαρυγίες — Ομάδα πυριτικών ορυκτών πολύ ανθεκτικών στον ηλεκτρισμό και στη θερμότητα. Από άποψη δομής είναι φυλλοπυριτικά άλατα που χαρακτηρίζονται από μια αλυσίδα τετραέδρων SiO4, τα οποία αναπτύσσονται προς δύο διευθύνσεις μέσα στον χώρο, με τρόπο ώστε να … Dictionary of Greek